Η οστεοπόρωση είναι πάθηση των οστών. Χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα, δηλαδή μικρότερη ποσότητα οστού και κυρίως από διαταραχή της κατασκευής – αρχιτεκτονικής των οστών. Το αποτέλεσμα της είναι η μείωση της αντοχής των οστών και ο αυξημένος κίνδυνος κατάγματος.
Πρωτοπαθή
- Μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση
- Οστεοπόρωση των ηλικιωμένων ή γεροντική οστεοπόρωση
Δευτεροπαθή
Η πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης είναι η μετεμμηνοπαυσιακή. Εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και σχετίζεται με τη μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων. Η οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας 70 ετών και άνω.
Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση αναπτύσσεται σε ασθενείς με ορισμένες παθήσεις, όπως είναι ο υπερπαραθυρεοειδισμός, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπογοναδισμός, ο υπερθυρεοειδισμός και το σύνδρομο δυσαπορρόφησης. Επίσης δευτεροπαθής οστεοπόρωση μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που παίρνουν για μακρό χρονικό διάστημα ορισμένα φάρμακα. Ορισμένα από αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν τα γλυκοκορτικοειδή (δηλ. η κορτιζόνη), συνήθως σε μεγάλες δόσεις, τα αντιεπιληπτικά φάρμακα ή την ηπαρίνη.
Η οστεοπόρωση εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 50 ετών. Είναι πολύ συχνότερη στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες και η συχνότητά της αυξάνει με την πρόοδο της ηλικίας. Στο γενικό πληθυσμό προσβάλλει το 25-35% των γυναικών και το 15-20% των ανδρών, ηλικίας 50 ετών και πάνω. Στη χώρα μας το 28,4% των Ελληνίδων, στην ηλικία των 50 ετών και άνω παρουσιάζουν οστεοπόρωση. Είναι δε σημαντικό ότι περισσότερες από τις μισές δεν το γνωρίζουν.
Η κύρια εκδήλωση της οστεοπόρωσης είναι τα κατάγματα που συμβαίνουν μετά από απλό τραυματισμό, όπως απλή πτώση. Περίπου στο 40% των περιπτώσεων τα οστεοπορωτικά κατάγματα αφορούν τους σπονδύλους, 20% τον αυχένα του μηριαίου οστού, 20% την κερκίδα και 20% διάφορα άλλα οστά.
Ο κίνδυνος κατάγματος αυξάνεται με την ηλικία τόσο στις γυναίκες όσο και στους άνδρες, με τις γυναίκες να υπερτερούν. Το αποτέλεσμα είναι η αύξηση της θνησιμότητος, δηλαδή του ποσοστού θανάτου. Είναι γνωστό ότι μετά από ένα κάταγμα ισχίου, ακόμη και αν αυτό χειρουργηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, το 20% (σε ορισμένες μελέτες το ποσοστό είναι εξαιρετικά μεγαλύτερο) περίπου των ασθενών πεθαίνει μέσα στον πρώτο χρόνο. Ταυτοχρόνως λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς μπορούν να εκτελούν χωρίς βοήθεια τις συνήθεις δραστηριότητές τους.
1.Πρώτο είναι το επίπεδο της κορυφαίας οστικής μάζας που αποκτά ένα άτομο στην ηλικία των 25 περίπου ετών
2.Δεύτερο η αυξημένη οστική απώλεια που μπορεί να συμβεί μετά την ηλικία των 45-50 ετών.
Το πρώτο επίπεδο είναι το αποτέλεσμα σταδιακής αύξησης τη οστικής μάζας του ατόμου μέχρι την ηλικία των 25 ετών. Μετά την ηλικία αυτή αν δεν επιδράσει αρνητικά κάποιος παράγοντας η κορυφαία οστική μάζα παραμένει σχεδόν σταθερή και μετά την ηλικία των 45 ετών αρχίζει η πτώση της. Η πτώση είναι σημαντικότερη στις γυναίκες λόγω της σημαντικής μείωσης των οιστρογόνων μέχρι την ηλικία περίπου των 70 ετών. Από εκείνη την ηλικία και έπειτα η πτώση είναι περίπου ίδια και στα δύο φύλα. Κατά συνέπεια άτομα που δεν αποκτούν ικανοποιητική κορυφαία οστική μάζα συνήθως καταλήγουν σύντομα με οστεοπόρωση.
- Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
- Ιστορικό κατάγματος σε ισχίο, καρπό, σπόνδυλο
- Γυναικείο φύλο
- Ηλικία μεγαλύτερη των 50 ετών
- Εμμηνόπαυση/υστερεκτομή
- Χρήση κορτιζόνης για περισσότερο από τρεις μήνες (σε ημερήσια δόση ίση ή μεγαλύτερη από 7,5 mg πρεδνιζολόνης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από 3 μήνες)
- Παθήσεις: Υπερπαραθυρεοειδισμός, ρευματοειδής αρθρίτιδα, υπογοναδισμός, υπερθυρεοειδισμός, σύνδρομο δυσαπορρόφησης
- Πρόωρη εμμηνόπαυση (πριν από την ηλικία των 45 ετών). Τα οιστρογόνα είναι ορμόνες που παράγονται κυρίως από τις ωοθήκες και λιγότερο από τα επινεφρίδια και προφυλάσσουν από την οστεοπόρωση. Αυτό διότι αναστέλλουν την οστική απορρόφηση από τους οστεοκλάστες και αυξάνουν την οστική παραγωγή από τις οστεοβλάστες. Όταν μια γυναίκα παρουσιάσει εμμηνόπαυση πριν από την ηλικία των 45 ετών, σημαίνει ότι έχει πρόωρα μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων, γι’ αυτό κι είναι σε κίνδυνο για ανάπτυξη οστεοπόρωσης.
- Αμηνόρροια διάρκειας μεγαλύτερης από ένα χρόνο. Η παρατεταμένη πέραν του έτους αμηνόρροια οφείλεται σε μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων και γι’ αυτό αποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Διατροφή φτωχή σε ασβέστιο ή βιταμίνη D. Το ασβέστιο και η βιταμίνη D είναι ουσίες απαραίτητες τόσο για την φυσιολογική ανάπτυξη των οστών όσο και για τη διατήρηση της οστικής μάζας στα φυσιολογικά επίπεδα ανάλογα με την ηλικία και το φύλο κάθε ατόμου. Επομένως, η ημερήσια λήψη ασβεστίου και βιταμίνης D, μέσω της τροφής, σε ποσότητα μικρότερη από την απαραίτητη ανάλογα με το φύλο και την ηλικία κάθε ατόμου αποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Έλλειψη σωματικής άσκησης. Η σωματική άσκηση φαίνεται ότι προσφέρει μηχανικά ερεθίσματα στις οστεοβλάστες για παραγωγή οστικής μάζας. Συνεπώς η έλλειψη άσκησηςαποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Χαμηλό σωματικό βάρος. Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι το χαμηλό σωματικό βάρος αποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Κάπνισμα. Το κάπνισμα αποτελεί παράγοντα κινδύνου για οστεοπόρωση διότι μειώνει την παραγωγή οιστρογόνων, συμβάλλει στην πρόκληση πρώιμης εμμηνόπαυσης και δρα τοξικά στις οστεοβλάστες, μειώνοντας έτσι την οστική μάζα.
- Μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών. Παρόλο που η μέτρια κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών αυξάνει την παραγωγή οστικής μάζας, ωστόσο η μεγάλη κατανάλωση δρα τοξικά στις οστεοβλάστες και μειώνει την παραγωγή οστικής μάζας.
- Λήψη ορισμένων φαρμάκων.
Η οστεοπόρωση είναι μια σιωπηρή νόσος, δεν παρουσιάζει δηλ. συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι περνούν αρκετά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η οστεοπόρωση συνεχώς χειροτερεύει. Η επιδείνωση αφορά την απώλεια οστικής μάζας και τη διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών, έως ότου εμφανιστεί το πρώτο σύμπτωμα, που είναι το κάταγμα. Η οστεοπόρωση είναι νόσος όλων των οστών και γι’ αυτό κατάγματα μπορεί να συμβούν σε διάφορες θέσεις του σκελετού. Συνήθως συμβαίνουν στους σπονδύλους, στον αυχένα του μηριαίου οστού και στο αντιβράχιο. Πιο συγκεκριμένα περίπου το:
- 40% των οστεοπορωτικών καταγμάτων αφορούν τη σπονδυλική στήλη
- 20% τον αυχένα του μηριαίου οστού
- 20% το αντιβράχιο
- 20% διάφορα άλλα οστά
Τα κατάγματα του αυχένα του μηριαίου οστού και του αντιβραχίου συμβαίνουν πάντοτε μετά από έναν ελαφρό τραυματισμό, όπως είναι π.χ. η πτώση από την όρθια θέση, ενώ συνοδεύονται πάντοτε από πόνο. Αντίθετα, τα σπονδυλικά κατάγματα συμβαίνουν συχνά χωρίς να προηγηθεί τραυματισμός και αρκετές φορές δεν συνοδεύονται από πόνο στη ράχη ή στη μέση.
Απώλεια ύψους και κύφωση αποτελούν όψιμες εκδηλώσεις της οστεοπόρωσης και οφείλονται σε σπονδυλικά κατάγματα.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης, όταν έχει συμβεί κάταγμα, είναι εύκολη και στηρίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εξέταση στη μέτρηση της οστικής πυκνότητας και στην μέτρηση ορισμένων δεικτών στο αίμα.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης μπορεί να γίνει στο προκαταγματικό στάδιο με μέτρηση της οστικής πυκνότητας, εφόσον τηρούνται οι ενδείξεις για τη χρησιμοποίηση αυτής της διαγνωστικής μεθόδου. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης πριν από την ηλικία των 60 ετών ή στο άνω άκρο του μηριαίου οστού στην ηλικία των 60 ετών και πάνω. Για τη μέτρηση αυτή η πιο χρήσιμη και αξιόπιστη μέθοδος είναι η μέτρηση της απορρόφησης διπλοενεργειακών φωτονίων, που είναι γνωστή ως DEXA από το Dual Energy X-ray absorptiometry.
Μέτρηση της οστικής πυκνότητας θα πρέπει να γίνεται:
- Σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ηλικίας μικρότερης των 65 ετών που έχουν επιπλέον της εμμηνόπαυσης έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση.
- Σε όλες τις γυναίκες ηλικίας 65 ετών και πάνω ανεξαρτήτως παραγόντων κινδύνου.
- Σε γυναίκες και άνδρες που λαμβάνουν ή προβλέπεται να λάβουν κορτιζόνη για μεγάλο χρονικό διάστημα (ημερήσια δόση ίση ή μεγαλύτερη από 7,5 mg πρεδνιζολόνης για 3 μήνες ή περισσότερο).
- Σε γυναίκες και άνδρες με ακτινολογική παραμόρφωση σπονδύλων.
- Σε γυναίκες και άνδρες που έχουν υποστεί κάταγμα μετά από ελαφρό τραύμα.
- Σε γυναίκες και άνδρες που βρίσκονται σε θεραπεία για οστεοπόρωση προκειμένου να γίνεται περιοδικά αξιολόγηση του αποτελέσματος της εφαρμοζόμενης θεραπευτικής αγωγής.
Η οστεοπόρωση περιλαμβάνεται στις παθήσεις για τις οποίες είναι δυνατόν σήμερα να εφαρμοστούν μέτρα τόσο πρωτογενούς όσο και δευτερογενούς πρόληψης.
ρωτογενής πρόληψη
Στην πρωτογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης εφαρμόζονται μέτρα που έχουν ως στόχο την εξουδετέρωση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου, ώστε να μην επιτραπεί η ανάπτυξη της νόσου. Στους στόχους της πρωτογενούς πρόληψης περιλαμβάνονται:
- Η απόκτηση του μέγιστου δυνατού επιπέδου της κορυφαίας οστικής μάζας μέχρι την ηλικία των 25 ετών και η διατήρησή της κατά την ηλικιακή περίοδο των 25-45 ετών.
- Η ελαχιστοποίηση της οστικής απώλειας μετά την ηλικία των 45 ετών.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι τροποποιήσιμοι παράγοντες κινδύνου για την οστεοπόρωση, αλλά και οι μηχανισμοί με τους οποίους αναπτύσσεται η νόσος. Η στρατηγική για την πρωτογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης περιλαμβάνει να εφαρμόζεται σε ευρεία κλίμακα, δηλαδή να αρχίζει από την παιδική και εφηβική ηλικία και να περιλαμβάνει:
- Καθημερινή λήψη με την τροφή της απαραίτητης ποσότητας ασβεστίου και βιταμίνης D ανάλογα με το φύλο και την ηλικία.
- Πρόγραμμα σωματικής άσκησης
- Ρύθμιση της ανεπάρκειας των οιστρογόνων σε περιπτώσεις πρόωρης εμμηνόπαυσης ή παρατεταμένης αμηνόρροιας
- Διατήρηση κανονικού σωματικού βάρους
- Αποχή από το κάπνισμα
- Όχι μεγάλη κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών
- Σε παθήσεις που επιβάλλεται η λήψη κορτιζόνης, θα πρέπει με βάση τις οδηγίες του θεράποντος γιατρού το φάρμακο να λαμβάνεται, αν είναι επιτρεπτό, στη μικρότερη δυνατή δόση, σίγουρα μικρότερη των 7,5 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως. Αν χρειάζεται μεγαλύτερη δόση, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται παράλληλα ασβέστιο και βιταμίνη D, βάσει των οδηγιών του θεράποντος γιατρού. Επιπλέον, με γνώμονα τα αποτελέσματα της μέτρησης της οστικής πυκνότητας ο θεράπων γιατρός θα κρίνει αν στα παραπάνω προληπτικά μέτρα χρειάζεται και η προσθήκη αντιοστεοπορωτικών φαρμάκων που αναστέλλουν την οστική απορρόφηση
Οι ημερήσιες ανάγκες σε ασβέστιο έχουν υπολογιστεί ότι είναι περίπου:
- 1 γραμμάριο για παιδιά μέχρι 10 ετών και για άνδρες μέχρι 65 ετών
- 1,5 περίπου γραμμάριo για εφήβους, γυναίκες όλων των ηλικιών και άνδρες άνω των 65 ετών.
Οι ημερήσιες ανάγκες σε βιταμίνη D είναι περίπου 400-800 διεθνείς μονάδες. Το ασβέστιο λαμβάνεται κυρίως με τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Επομένως, είναι χρήσιμο να αναφερθεί η περιεκτικότητα σε ασβέστιο ανά κιλό γαλακτοκομικού προϊόντος:
- Γάλα αγελάδας 1,2 γραμ. ανά κιλό
- Γάλα πρόβειο 2,1 γραμ. ανά κιλό
- Γιαούρτι 1,7 γραμ. ανά κιλό
- Τυρί φέτα 5 γραμ. ανά κιλό
- Τυρί κίτρινο 10-12 γραμμάρια ανά κιλό
Εκτός από τα γαλακτοκομικά προϊόντα καλές πηγές ασβεστίου είναι τα ψάρια και τα μεταλλικά νερά. Η έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία, τα εμπλουτισμένα σε βιταμίνη D γαλακτοκομικά προϊόντα και τα παχιά ψάρια αποτελούν καλές πηγές βιταμίνης D.
Το πρόγραμμα σωματικής άσκησης θα πρέπει να εφαρμόζεται συστηματικά για 3-4 ώρες κάθε εβδομάδα και να περιλαμβάνει ασκήσεις που εκτελούνται υπό την επίδραση της βαρύτητας. Τέτοιες ασκήσεις είναι π.χ. το περπάτημα, το ελεγχόμενο τρέξιμο, το τένις, το ανεβοκατέβασμα σκάλας και ο χορός.
Δευτερογενής πρόληψη
Η δευτερογενής πρόληψη της οστεοπόρωσης περιλαμβάνει μέτρα, που εφαρμόζονται όταν έχουν ξεκινήσει οι νοσογόνοι παθογενετικοί μηχανισμοί. Στοχεύει πρώτον
- Στην προσυμπτωματική διάγνωση, δηλ. στη διάγνωση της νόσου πριν παρουσιάσει το πρώτο σύμπτωμα που είναι το κάταγμα
- Στην εξουδετέρωση των τροποποιήσιμων παραγόντων κινδύνου για οστεοπόρωση
- Στη μη εμφάνιση των κλινικών εκδηλώσεων της πάθησης.
Επομένως, προϋπόθεση δευτερογενούς πρόληψης της οστεοπόρωσης είναι να διαγνωστεί η νόσος σε προκαταγματικό στάδιο, πράγμα που είναι εφικτό, όπως ήδη αναφέρθηκε με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας και εφόσον τηρούνται οι ενδείξεις για τη χρησιμοποίησή της. Τα μέτρα για τη δευτερογενή πρόληψη της οστεοπόρωσης εμπίπτουν σε εκείνα που χρησιμοποιούνται για τη θεραπευτική της αντιμετώπιση.
Η θεραπεία της οστεοπόρωσης δεν μπορεί να πετύχει πλήρη αναπλήρωση της οστικής μάζας, που έχει ήδη χαθεί, ούτε αποκατάσταση της διαταραγμένης μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών. Φυσικά δεν μπορεί επιπλέον να αναιρέσει τις σοβαρές συνέπειες των οστεοπορωτικών καταγμάτων, που ενδέχεται να έχουν ήδη συμβεί. Όλα αυτά βέβαια υπογραμμίζουν τη μεγάλη σημασία της πρωτογενούς κυρίως, αλλά και της δευτερογενούς πρόληψης της νόσου.
Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι σήμερα υπάρχουν θεραπευτικές δυνατότητες για την οστεοπόρωση και ότι με την κατάλληλη εφαρμογή τους μπορεί να επιτευχθούν:
- Αναστολή περαιτέρω οστικής απώλειας
- Σημαντική αύξηση της οστικής μάζας
- Σημαντική μείωση του κινδύνου καταγμάτων
- Διφωσφονικά
- Εκλεκτικοί τροποποιητές των υποδοχέων των οιστρογόνων
- Τεριπαρατίδη
- Παραθορμόνη
- Δενοσουμάμπη
- Ασβέστιο
- Βιταμίνη D
Είναι αυτονόητο ότι το θεραπευτικό πρόγραμμα, που θα εφαρμοστεί σε ένα συγκεκριμένο ασθενή με οστεοπόρωση, δηλ. ποιο φάρμακο από τα παραπάνω θα χρησιμοποιηθεί και αν το φάρμακο αυτό θα συνδυαστεί ή όχι και με ασβέστιο ή/και βιταμίνη D, καθορίζεται από το θεράποντα γιατρό με βάση τα κλινικά δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ασθενούς.
Το κείμενο αυτό χρησιμοποιεί σε μεγαλο βαθμό πληροφορείες από το Ελληνικό Ίδρυμα Ρευματολογίας