Η σκολίωση είναι μία παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης σε τρεις διαστάσεις που χαρακτηρίζεται από πλάγια απόκλιση της Σ.Σ. στο κατά μέτωπο, πλάγιο επίπεδο και από στροφή των σπονδύλων.
Σκολίωση ονομάζεται κάθε παραμόρφωση με στροφή των σπονδύλων μεγαλύτερη από 10 μοίρες. Ωστόσο κάθε παραμόρφωση της σπονδυλικής στήλης σε μετωπιαίο επίπεδο, στροφή ή κάμψη αυτής ακόμη και όταν δεν έχει ξεπεράσει τις 10 μοίρες μπορεί να χαρακτηριστεί σκολιωτική παραμόρφωση.
Η στροφή αυτή στην θωρακική μοίρα οδηγεί σε ασυμμετρία των πλευρικών τοιχωμάτων δημιουργία προπέτειας και τελικά εμφάνιση του ύβου που γίνεται εμφανής κατά την κάμψη του ατόμου και συνήθως οδηγεί στον ορθοπαιδικό.
Η σκολίωση διακρίνεται σε λειτουργική και οργανική. Η λειτουργική οφείλεται σε ανισοσκελία ή θωρακοσφυιικό άλγος και διορθώνεται με την αποκατάσταση της αιτίας. Η οργανική διακρίνεται σε ιδιοπαθή που αποτελεί το 85% των περιπτώσεων και σε άλλες που σχετίζονται με συγγενή ή νευρομυικά αίτια ή νόσους του κολλαγόνου και του συνδετικού ιστού. Οι οργανικές σκολιώσεις δεν μπορούν να διορθωθούν αυτόματα π.χ με αλλαγή στάσης ή στροφής.
Τα αίτια της ιδιοπαθούς σκολίωσης δεν είναι σαφή. Η ιδιοπαθής σκολίωση διακρίνεται επίσης σε βρεφική(<3 έτη), παιδική (4-9 έτη) και εφηβική (>10 έτη) που εξελίσσεται αργότερα σε σκολίωση των ενηλίκων. Είναι πάθηση του αναπτυσσόμενου σκελετού που εμφανίζεται συχνότερα στα κορίτσια (σχέση κορίτσια /αγόρια, 3:1). Όσο μάλιστα αυξάνει το μέγεθος του σκολιωτικού κυρτώματος, τόσο αυξάνει και η συμμετοχή των κοριτσιών
Ο τακτικός έλεγχος από παιδιάτρους και γονείς μπορεί να αποκαλύψει την βλάβη. Κλινικά η σκολίωση διαπιστώνεται με το τεστ επίκυψης και το σκολιόμετρο. Σε υποψία όμως πρέπει να γίνεται έλεγχος με ειδικές ακτινογραφίες. Σημαντικό είναι να ελέγχεται το παιδί νευρολογικά και για περιπτώσεις όγκων ή άλλων παθήσεων που μπορεί να δημιουργήσουν εικόνα σκολίωσης κυρίως λόγο πόνου.
Σε εφήβους και παιδιά με σκολιώσεις μικρότερες των 20 μοιρών, συνιστάται περιοδική παρακολούθηση ανά 4,6 ή 12 μήνες ανάλογα με το μέγεθος των κυρτωμάτων και την ηλικία των παιδιών. Η χρήση ειδικής φυσικοθεραπείας, ασκήσεων ενδυνάμωσης και αθλημάτων βοηθά στην καλύτερη ανάπτυξη του μυϊκού συστήματος, αλλά δεν φαίνεται να μεταβάλει σημαντικά την εξέλιξη της νόσου.
Παράγοντες όπως κακή στάση, άρση μικρού βάρους, σχολική τσάντα κτλ. δεν μεταβάλλουν την τελική κατάσταση. Περισσότερο αξιόπιστοι προγνωστικοί παράγοντες είναι το μέγεθος του κυρτώματος, η ηλικία, η ωριμότητα καθοριζόμενη από την ύπαρξη ή μη της εμμήνου ρύσεως καθώς και το σημείο Risser.
Φαίνεται ότι κυρτώματα που αρχικά διαπιστώθηκαν με παραμόρφωση μικρότερη των 10 μοιρών είχαν καλύτερη πορεία σε σχέση με αυτά που ήταν περισσότερο από 10 μοίρες. Κυρτώματα κάτω των 30 μοιρών κοντά στην σκελετική ωρίμανση επιδεινώνονται λιγότερο. Μεγάλα κυρτώματα συνεχίζουν να επιδεινώνονται και μετά την σκελετική ωρίμανση. Τα διπλά κυρτώματα παρουσιάζουν μεγαλύτερα ποσοστά εξέλιξης σε σχέση με τα μονά κυρτώματα.
Η συντηρητική θεραπεία (κυρτώματα 20-35 μοίρες) συνίσταται στη χρήση ειδικών κηδεμόνων (Boston, Cheneau, κ.ά.) που φοριούνται περίπου 20 ώρες το 24ωρο. Διαμορφώνονται σε ειδικά κέντρα και γίνονται συνεχείς διορθώσεις προκειμένου να είναι λειτουργικοί. Συνήθως μετά την τελική αφαίρεσή τους η σκολίωση αυξάνεται σταδιακά, αλλά συνήθως δεν φτάνει στο αρχικό στάδιο και δεν αυξάνεται πέραν αυτού.
Τέλος, η χειρουργική διόρθωση των κυρτωμάτων με τη βοήθεια ειδικών συστημάτων σπονδυλοδεσίας- έχει θέση σε παιδιά και ενήλικες με μεγαλύτερα των 40 μοιρών κυρτώματα.